Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



κολλητοῦ, τοῦ


Ερμηνεία:

 [κολλητός, -ή, ό (κολλημένος, αυτός που έχει κολληθεί σε κάτι ή με κάτι]



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) κολλητός (συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός < κολλάω]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

[(Όμηρ.) κολλητός (συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός < κολλάω]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: